- ἱστοκεραία
- ἱστο-κεραία, ἡ,A sail-yard, Orph.A.696, Artem.1.35.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιστοκεραία — η (Α ἱστοκεραία) νεοελλ. κορμός από έλατο που φυλάγεται στο πλοίο ως εφεδρικό κατάρτι, αντενοκάταρτο αρχ. η κεραία τού ιστού, η αντένα … Dictionary of Greek
ἱστοκεραίας — ἱστοκεραίᾱς , ἱστοκεραία sail yard fem acc pl ἱστοκεραίᾱς , ἱστοκεραία sail yard fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστοκεραίαν — ἱστοκεραίᾱν , ἱστοκεραία sail yard fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που … Dictionary of Greek